- επιστρατοπεδεύω
- ἐπιστρατοπεδεύω (Α)στρατοπεδεύω απέναντι («ἐπεστρατοπέδευσαν oἱ περὶ τὸν Ἄννωνα τοῑς Ῥωμαῑοις» — στρατοπέδευσαν απέναντι στους Ρωμαίους, Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστρατοπεδευσάντων — ἐπιστρατοπεδεύω encamp over against aor part act masc/neut gen pl ἐπιστρατοπεδεύω encamp over against aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρατοπεδεύοντες — ἐπιστρατοπεδεύω encamp over against pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρατοπεδεύσαιεν — ἐπιστρατοπεδεύω encamp over against aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρατοπεδεύσας — ἐπιστρατοπεδεύσᾱς , ἐπιστρατοπεδεύω encamp over against aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)